- επίφυτα
- τα бот. эпифиты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίφυτα — Χλωροφυλλούχα φυτά. Φύονται επάνω σε άλλα φυτά, κυρίως δέντρα, χωρίς να παρασιτούν, δηλαδή δεν απομυζούν από αυτά θρεπτικές ουσίες, αλλά τα χρησιμοποιούν μόνο ως υποστήριγμα. Ιδιαίτερα, ε. ονομάζονται εκείνα τα φυτά που, επειδή δεν έχουν καμιά… … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
λαιλία — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες και που όλα τα είδη του είναι επίφυτα, δηλαδή ζουν προσκολλημένα σε άλλα φυτά και έχουν εναέριες ρίζες εκτεθειμένες στην υγρή ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
πολυσιφωνία — η, Ν βοτ. γένος θαλάσσιων ροδοφυκών που ανήκει στην τάξη κεραμιώδη και περιλαμβάνει είδη που απαντούν στις ακτές όλων σχεδόν τών θαλασσών και συχνά αναπτύσσονται ως επίφυτα πάνω σε άλλα φύκη … Dictionary of Greek
πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… … Dictionary of Greek
αερόβιο — (aerobium).Γένος φυτών, της οικογένειας των ορχεϊδών. Τα φυτά του γένους αυτού φυτρώνουν στη Μαδαγασκάρη και στη νότια Αφρική, όπου καλλιεργούνται και σε θερμοκήπια. Πολλά από αυτά είναι επίφυτα στους κορμούς δέντρων. Από όλα τα είδη ιδιαίτερη… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
βρυόφυτα — Φυτά γνωστά ως βρύα ή μούσκλια, που συγκροτούν μια υποδιαίρεση του φυτικού βασιλείου και περιλαμβάνουν τα φυλλόβρυα, τα ηπατικά και τα ανθοκεροτά. Είναι φυτά κρυπτόγαμα, πράσινα, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την απουσία τυπικών λουλουδιών, καρπών… … Dictionary of Greek